- δηξίθυμος
- δηξίθυμος, -ον (Α)αυτός που δαγκώνει, που βασανίζει την ψυχή («δηξίθυμος ἔρως»).[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δηξι- < (μέλλ.) δήξομαι τού δάκνω* + θυμός «ψυχή». Η λ. ανήκει στα σύνθετα τής αρχαίας που ακολουθούν έναν αρχαϊκό σχηματισμό με α' συνθετικό ρηματικό όνομα σε -τι ή -(σ)ι- (πρβλ. αλεξίκανος, δεξίδωρος, τερψίμβροτος)].
Dictionary of Greek. 2013.