δηξίθυμος

δηξίθυμος
δηξίθυμος, -ον (Α)
αυτός που δαγκώνει, που βασανίζει την ψυχή («δηξίθυμος ἔρως»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δηξι- < (μέλλ.) δήξομαι τού δάκνω* + θυμός «ψυχή». Η λ. ανήκει στα σύνθετα τής αρχαίας που ακολουθούν έναν αρχαϊκό σχηματισμό με α' συνθετικό ρηματικό όνομα σε -τι ή -(σ)ι- (πρβλ. αλεξίκανος, δεξίδωρος, τερψίμβροτος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δηξίθυμος — δηξίθῡμος , δηξίθυμος masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δηξίθυμον — δηξίθῡμον , δηξίθυμος masc/fem acc sg δηξίθῡμον , δηξίθυμος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυμός — Αδένας έσω εκκρίσεως, που βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα του μεσοθωράκιου, πίσω από το στέρνο. Έχει μήκος, κατά τη γέννηση, περίπου 5 εκ., πλάτος 1,5 εκ. και αντίστοιχο πάχος. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 10 12 γρ. Λίγο πριν την ήβη αποκτά τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”